ὑπερτέρη

ὑπερτέρη
ὑπέρ
upaári
fem nom/voc sg (epic ionic)
ὑπέρτερος
over
fem nom/voc sg (epic ionic)
ὑ̱περτέρη , ὑπερτερέω
surpass
imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)
ὑπερτερέω
surpass
pres imperat act 2nd sg (doric aeolic)
ὑπερτερέω
surpass
imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δικαιοσύνη — Το σύνολο του συστήματος του δικαίου, που περιλαμβάνει τις γενικές αρχές του, τη φιλοσοφικο πολιτική του βάση και τη συνολική διαδικασία εφαρμογής του. Η πρώτη ολοκληρωμένη έκφραση της δ. ως νομικής έννοιας συναντάται στους Ρωμαίους, οι οποίοι… …   Dictionary of Greek

  • πόντος — Επαρχία της Μικράς Ασίας, στο βόρειο τμήμα της Τουρκίας. Στα Β βρέχεται από τον Εύξεινο Πόντο, ενώ στα Α ορίζεται από την Κολχίδα, στα Δ από την Παφλαγονία και στα Ν από την Καππαδοκία. Ο Π. πήρε το όνομα αυτό και έγινε σημαντικός μόνο κατά τους… …   Dictionary of Greek

  • Βούρβαχης, Διονύσιος — (Κεφαλονιά 1787 – Αττική 1827). Αγωνιστής του 1821. Σπούδασε αξιωματικός στη Γαλλία και υπηρέτησε στον στρατό της φτάνοντας έως τον βαθμό του συνταγματάρχη. Το 1826 ήρθε στην Ελλάδα για να πάρει μέρος στον Αγώνα επικεφαλής σώματος από 800 μαχητές …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”